άδαρτος

άδαρτος
-η, -ο (Α ἄδαρτος, -ον)
αυτός που δεν δάρθηκε, αξυλοκόπητος, αχτύπητος
νεοελλ.
αυτός που δεν αναταράχτηκε, δεν χτυπήθηκε με κατάλληλο όργανο (λέγεται για το γάλα, που τό χτυπούν για να αφαιρεθεί το βούτυρό του, ή για τα αβγά, που επίσης τά χτυπούν για να τά χρησιμοποιήσουν στο φαγητό ή σε γλύκισμα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + δαρτός < ἐδάρην, παθ. αόρ. β΄ τού δέρω
νεοελλ.
άδειρτος < έδειρα, αόρ. τού δέρνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄδαρτος — unflayed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδαρτος — η, ο 1. αυτός που δε δάρθηκε, δεν ξυλοκοπήθηκε: Ήταν παιδί άδαρτο. 2. εκείνος που δεν αναταράχτηκε, δε χτυπήθηκε: Άφησε το γάλα άδαρτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄδαρτον — ἄδαρτος unflayed masc/fem acc sg ἄδαρτος unflayed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄδαρτα — ἄδαρτος unflayed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβάρετος — (I) η, ο 1. ο πάντοτε πρόθυμος για εργασία, ακούραστος, ακαταπόνητος 2. αυτός που δεν γίνεται ενοχλητικός, βάρος στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + βαρετός]. (II) και ητος, η, ο 1. αχτύπητος, άδαρτος 2. αλάβωτος, ατραυμάτιστος 3. «γάλα αβάρετο» …   Dictionary of Greek

  • αγρονθοκόπητος — η, ο [γρονθοκοπώ] αυτός που δεν χτυπήθηκε με γροθιές, ο άδαρτος …   Dictionary of Greek

  • ακόνδυλος — η, ο (Α ἀκόνδυλος, ον) [κόνδυλος] νεοελλ. αυτός που δεν έχει αρμούς, κλειδώσεις αρχ. αγρονθοκόπητος, άδαρτος …   Dictionary of Greek

  • αχειροτόνητος — η, ο (AM ἀχειροτόνητος, ον) μσν. νεοελλ. (για κληρικούς ή υποψήφιους κληρικούς) αυτός που δεν έχει ακόμη χειροτονηθεί νεοελλ. αυτός που δεν έχει φάει ξύλο, ο άδαρτος αρχ. 1. αυτός που δεν έχει εκλεγεί με χειροτονία, ανάταση του χεριού 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • αχτύπητος — και ακτύπητος, η, ο 1. αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν μπορεί να χτυπηθεί 2. αυτός που δεν τον ξυλοκόπησαν, ο άδαρτος 3. αυτός που δεν χτυπήθηκε με όπλο, ο ατραυμάτιστος 4. αυτός που δύσκολα μπορεί να πληγωθεί ή να φονευθεί 5. (για το γάλα) αυτό… …   Dictionary of Greek

  • αβάρετος — η, ο 1. αυτός που δε βαριέται, ακούραστος: Ήταν άνθρωπος αβάρετος. 2. αυτός που δε χτυπήθηκε, άδαρτος: Στα παλιά χρόνια το γάλα το άφηναν αβάρετο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”