ἄδαρτος — unflayed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδαρτος — η, ο 1. αυτός που δε δάρθηκε, δεν ξυλοκοπήθηκε: Ήταν παιδί άδαρτο. 2. εκείνος που δεν αναταράχτηκε, δε χτυπήθηκε: Άφησε το γάλα άδαρτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄδαρτον — ἄδαρτος unflayed masc/fem acc sg ἄδαρτος unflayed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδαρτα — ἄδαρτος unflayed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβάρετος — (I) η, ο 1. ο πάντοτε πρόθυμος για εργασία, ακούραστος, ακαταπόνητος 2. αυτός που δεν γίνεται ενοχλητικός, βάρος στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + βαρετός]. (II) και ητος, η, ο 1. αχτύπητος, άδαρτος 2. αλάβωτος, ατραυμάτιστος 3. «γάλα αβάρετο» … Dictionary of Greek
αγρονθοκόπητος — η, ο [γρονθοκοπώ] αυτός που δεν χτυπήθηκε με γροθιές, ο άδαρτος … Dictionary of Greek
ακόνδυλος — η, ο (Α ἀκόνδυλος, ον) [κόνδυλος] νεοελλ. αυτός που δεν έχει αρμούς, κλειδώσεις αρχ. αγρονθοκόπητος, άδαρτος … Dictionary of Greek
αχειροτόνητος — η, ο (AM ἀχειροτόνητος, ον) μσν. νεοελλ. (για κληρικούς ή υποψήφιους κληρικούς) αυτός που δεν έχει ακόμη χειροτονηθεί νεοελλ. αυτός που δεν έχει φάει ξύλο, ο άδαρτος αρχ. 1. αυτός που δεν έχει εκλεγεί με χειροτονία, ανάταση του χεριού 2. (για… … Dictionary of Greek
αχτύπητος — και ακτύπητος, η, ο 1. αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν μπορεί να χτυπηθεί 2. αυτός που δεν τον ξυλοκόπησαν, ο άδαρτος 3. αυτός που δεν χτυπήθηκε με όπλο, ο ατραυμάτιστος 4. αυτός που δύσκολα μπορεί να πληγωθεί ή να φονευθεί 5. (για το γάλα) αυτό… … Dictionary of Greek
αβάρετος — η, ο 1. αυτός που δε βαριέται, ακούραστος: Ήταν άνθρωπος αβάρετος. 2. αυτός που δε χτυπήθηκε, άδαρτος: Στα παλιά χρόνια το γάλα το άφηναν αβάρετο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)